1. |
||||
Ο φοίνικας έπεσε τη νύχτα·
μας είπαν πως δεν σεβαστήκαμε το ένδυμά του,
μα το σκουλήκι ήρθε από την Αφρική.
Ο τάφος του χάθηκε στις δάφνες·
εκεί μαζευτήκαμε όταν μπήκανε οι Ηπειρώτες -
κρύψαμε τις γυναίκες πρώτες
και μετά τα χρυσόψαρα απ’ το Μποσκέτο και τα παιδιά.
Καθόμουν κι εγώ σε μια γωνιά και ξαφνικά
πέρασαν δυο από μπροστά μου,
κρατούσαν σταυρό ματωμένο μπροστά στη μύτη τους εκεί
και πριν χαθούν στην κλειστή καταπακτή
έσκυψαν και μου είπαν στο αφτί:
«Μια μέρα ετούτο το νησί
θ’ ανήκει στον ασπροντυμένο μπουζουξή».
|
||||
2. |
Τά Ἀπέραντα Θέρη μου
03:50
|
|||
Κάψαμε τον καρνάβαλο στην πόλη χτες,
πρώτα του βγάλαμε τα μάτια, να μη βλέπει τις φωτιές.
Εδώ δε συγχωρούμε αυτούς που πιάνουν τα κορίτσια μας
και τους λένε «τι κάνεις εσύ μ’ αυτές;».
Σήμερα βγαίνουν οι εικόνες στους δρόμους
και ο δεσπότης ευλογεί τα κινητά μας.
Γλυκό αεράκι την άνοιξη φέρνει,
κάποτε καύλωνες και μόνο μ’ αυτό...
Μωρό μου, όλα πεθαίνουν, είναι γεγονός,
μα εγώ ακόμα σε θέλω, κι ας το παίζω άνετος.
Τώρα, το ξέρω, σου λείπει που δε μιλάμε πια,
μα θα γυρίσει μια μέρα κι αυτή η ρουλέτα σωστά.
Είμαι δυο χρόνια χαμένος στα ίδια σκατά,
μα ήσουν εσύ αυτό που μέσα μου κράτησα.
Αχ νά ’πεφταν αυτά τα τείχη ξαφνικά
τώρα που το Κανόνι πολιορκείται μυστικά.
Κάθε φορά που σε σκέφτομαι και κλαίω,
«θα ξαναζήσουμε μαζί όπως τότε», λέω.
Πλησιάζει η μέρα που θα βγούμε στους δρόμους
για να γιορτάσουμε τη γύμνια μας.
Ωραία που θα φυσήξει ο μπάτης ξανά,
μα αυτή δε θά ’χει όνομα.
Μωρό μου, όλα πεθαίνουν, είναι γεγονός,
μα εγώ ακόμα για σένα είμαι ζωντανός.
Τώρα, το ξέρεις, πονάω που δε σ’ έχω πια,
μα θα πάρω πίσω μια μέρα όσα μου πήρε το στοίχημα.
Κάθε Σεπτέμβρη φωνάζει μέσα μου η ίδια φωνή
το φονιά και το ληστή,
μα στα Απέραντα Θέρη μου κοιμάσαι ολόγυμνη εσύ.
|
||||
3. |
||||
Τα πληγωμένα μηνύματα, με τα αποσιωπητικά
κάποτε σού ’χα πει πως δεν ταιριάζουν πια σε μένα·
πως έχω χρόνια να πω πως κάποιος/κάποια, κάτι μού ’λειψε,
και να μην περιμένεις να το πω ούτε για σένα.
Γιατροί το είχαν πει άμυνα απ’ τα τραύματα της νιότης μου
κι ένα βιβλίο έγραφε «Είναι αυτό που λαχταράς αυτό που φοβάσαι [...]
και κάπως έτσι θ’ ασχημαίνουν μες στα μάτια σου τα (όμορφα) πρόσωπα
και τα οικεία σώματα θα φθίνουν ενώ κοιμάσαι».
Μα κάποιοι άνθρωποι εδώ είναι φτιαγμένοι
για ν’ αγαπιούνται, κι ας μην είναι μαζί·
θέλω να πω πως ποτέ δε θά ’μαστε ξένοι εγώ κι εσύ.
Κι αν λες πως ξέχασες και τ’ όνομά μου,
πως δεν υπάρχω πια για σένα, δε ζω,
κάπου το χάνεις το παιχνίδι, μα είναι αργά για να σου πω.
Ξέρεις πως διάλεξα το δύσκολο δρόμο,
το ξέρεις καλά, κάποτε ήσουν εγώ·
η ευτυχία εδώ είναι ένα πέρασμα αδιέξοδο.
Τα πληγωμένα μηνύματα, χωρίς θαυμαστικά,
τα ξαναβρήκα στον κήπο μου μια μέρα ξαφνικά.
Τους είπα «Δεν είναι εδώ αυτό το σπίτι που νομίζετε»,
μα έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα τελικά.
Μ’ έδεσαν στην καρέκλα και μου είπαν «Ξέχνα όσα έμαθες,
οι προφητείες δεν είναι για ανθρώπους σαν και σένα.
Άμα δεν κλάψεις ξανά, πώς θα νικήσεις τους αγέλαστους,
κι άμα δε χάσεις όλα όσα είχες δεδομένα;».
Γιατί κάποιοι άνθρωποι απλά είναι φτιαγμένοι
για ν’ αγαπιούνται σ’ ένα σύμπαν παράλληλο·
θέλω να πω πως ποτέ δε θά ’μαστε μόνοι εσύ κι εγώ.
Κι αν λέω πως ξέχασα και τ’ όνομά σου,
πως δεν υπάρχεις πια για μένα, δε ζεις,
το έχω χάσει το παιχνίδι, κι ας είμαι εγώ ο νικητής.
Ξέρω πως διάλεξες την τραγωδία,
το ξέρω καλά, αυτό διαλέγω κι εγώ
και είναι, μωρό μου, το μοτίβο αδυσώπητο...
Είδα στον ύπνο μου πως πέθανα, πάλι,
μα ήταν ωραία αυτή τη φορά·
μια μέρα θα λογαριαστούμε καθαρά.
|
||||
4. |
||||
Δε σας βλέπω πια, δε με βλέπετε,
στον κόσμο σας είμαι τώρα μια χώρα που άλλαξε όνομα.
Λέτε πως σας έλειψα, κι εγώ (κάνω πως) απορώ που σας έλειψα,
με ψάχνετε στον πυρετό, μα έχω αλλάξει πλευρό...
Όμως ακόμα πού και πού, ανοίγω λίγο την κουρτίνα,
κι όπως κοιμάμαι δίπλα της, αναζητώ κάτι από ’κείνα
τα τοξικά τα σώματα, τα «ανθρώπινα σκουπίδια»,
που είναι με μένα στα σκατά τους ίδια.
|
||||
5. |
||||
Πυροτεχνήματα στα γενέθλιά της·
αυτή την ώρα, που χανόταν το φως,
τη συναντούσα γυμνός.
Μεταλλασσόταν στη μάνα μου
στα όνειρά μου
κι από την πρώτη στιγμή ήταν γνωστό
πως δε θα είναι απλό...
Ω ήταν σκληρό... σκληρό…
Αυτό το βέλος όταν βγαίνει μισό είναι τρομακτικό.
Πυροτεχνήματα στα γενέθλιά της,
φωτοχυσία ξαφνικά απ’ το βουνό
και αίμα στον ουρανό!
Ήταν αυτό που περίμενα
και δεν ερχόταν,
κι έτσι τα σβήσαμε εμείς τα κεριά,
μεγάλη να γίνει, με άσπρα μαλλιά!
Κι η λύπη έγινε χαρά, το πένθος έσβησε μαζί με τα κεριά.
«50 χρόνια για ένα αστέρι ήταν πολλά», είπε φωνή από ψηλά.
Πυροτεχνήματα στα γενέθλιά της·
ήταν εκεί, κι ας μην ήταν εκεί,
ήταν μαζί μας κι αυτή
και τα γιορτάσαμε όπως έπρεπε τα γενέθλιά της,
ταυτοχρόνως εντός μας κι εκτός
χύθηκε όλος ο Αύγουστος.
Ω είναι σκληρό... πολύ σκληρό…
Αυτό το τέλος που μένει μισό είναι φρικιαστικό.
Μα έστω κι έτσι... έστω κι έτσι...
Τελειώνει αυτή η τυφλή αναμονή, κι ας μένει γεύση πικρή...
|
||||
6. |
||||
Βρήκανε πάλι χώρο οι τσουκνίδες στο κενό
που αφήσανε δυο νύχτες κλινοπάλης στην Αθήνα.
Τώρα θα βλέπαμε το δάσος πάλι μέσα απ’ το νερό
κι αυτές ακόμα θα ρουφούσαν το σκοτάδι απ’ τις καρδιές τους.
Φορούσες ξένα ρούχα όταν κατέβηκες στη γη
κι έγραφες για τον πόλεμο όπως κι εγώ τον είχα “ζήσει”.
Δαίμονες συνηγόρησαν να μείνουμε μαζί
μέχρι το φθίνον καλοκαίρι τελικά να μας χωρίσει.
Χειρόγραφη μαγεία είπε στο τέλος «Σ’ αγαπώ»,
μα ήταν το φθινόπωρο σκληρό κι αυτή ένα θαύμα.
Τρέμω όταν το σκέφτομαι πως όλο χάνω απ’ το κακό
και μένω πάντα να ξεπλένω ακριβώς το ίδιο τραύμα.
Εγώ έβγαλα ψαλίδι όταν εσύ έβγαλες χαρτί
κι εσύ έβγαλες πέτρα όταν εγώ έβγαλα μολύβι,
κι έτσι, γλυκά όπως έκλεινε, άνοιξε κι άλλο η πληγή·
εσύ κρατάς το οινόπνευμα κι εγώ το καλοκαίρι
και τα ερωτεύσιμα γύρω σου που έκρυψα καλά
εκεί που μόνο εγώ πηγαίνω κάποιες νύχτες στα όνειρά μου·
κανείς δε θα μπορέσει να τα βρει εκεί ψηλά,
όπως τα έχω μέσα μου, για πάντα είναι δικά μου.
Το ξέρω από παιδί ότι γεννήθηκα εδώ
που το καλύτερο απ’ όλα πεθαίνει πάντα πρώτο.
Τρομάζω στην εικόνα του, όμως την ύψωσα εγώ
και τα τραγούδια που λέγανε «Τώρα που θα φύγεις,
πάρε μαζί σου και το Χριστό».
|
||||
7. |
Τά Ἀναμνηστικά
04:24
|
|||
Πάει καιρός που τα φοβόμουνα
τα αναμνηστικά -
κι αν με καταδυνάστευαν,
τώρα τα καταδυναστεύω
Γυμνές φωτογραφίες
και πρόστυχα μηνύματα·
η μυστική μου ζωή
είναι ο θεός που εγώ πιστεύω.
Την έχω και τη μπλούζα της ακόμα,
πίσω απ’ το κρεβάτι μου, κρυμμένη,
και τη θυμάμαι να τη βγάζει αγχωμένη
την τελευταία φορά που έγινε το σκηνικό εδώ.
Κι εσύ, μικρή, που είχες πει
πως ήμουν ο σωτήρας σου
που θ’ αγαπάς για πάντα,
έχεις χαθεί,
μα απ’ τις πομφόλυγες καλύτερη η σιωπή
και σίγουρα καλύτερα που οι Κόρε. Ύδρο. τέλειωσαν εκεί
και παραπαίει η νέα μπάντα.
Πάει καιρός που μας ταράζανε
τα αναμνηστικά,
τώρα κοιμούνται φρόνιμα
σε μέρη μυστικά.
Καρδιά μες στη ντουλάπα μου
λέει «Να με θυμάσαι, σ’ αγαπώ»,
κι έτσι ποτέ δε σε ξέχασα
κι όταν μεγαλώσεις θα σ’ το πω.
Κρατάω και τα γράμματά του ακόμα·
δεν ξέρω ποιος είναι πια,
μα σκέφτομαι καμιά φορά
πως η ζωή μου φτιάχτηκε από κείμενα,
κι είναι αλήθεια πως είναι τα πιο σκληρά
τα ερασιτεχνικά και τα νεανικά.
|
||||
8. |
Ὁ Ρόλος τῆς Ζωῆς σου
04:49
|
|||
Το ξέρω, το θυμάσαι. Κι εγώ δεν το ξεχνώ.
Ασώματες δυνάμεις μάς ενώνουν.
Πάνω από τη λίμνη κρέμασες το Χριστό
χωρίς αμφιταλάντευση καμία,
πριν τα μεγάλα φώτα μας φέρουν πάλι εδώ,
σ’ αυτή τη μεθυσμένη Πολιτεία.
Ποτέ δεν παρερμήνευσα τη σημειολογία·
όταν συγκλίνει η γάτα, καρδούλες τρέμουν στα ενυδρεία...
Μην ψάχνεις στη βροχή λοιπόν το ρόλο της ζωής σου
και να κρυφτείς μην προσπαθείς στην τρέχουσα ηθική,
γιατί στο τέλος δε θα μείνει τίποτα κρυφό,
(κι είναι γλυκειά η ώρα που ενδίδεις)·
θορυβωδώς θα φτάσεις εκεί που υπάρχει αυτό
που θα περίμενες μαρτυρικά ως το θάνατο.
Κι ο ρόλος της ζωής σου θα είναι τελικά
αυτός που κάποτε στον ύπνο σου είχες παίξει μυστικά.
|
||||
9. |
Τό Τελευταῖο Δημοψήφισμα
04:06
|
|||
Κάποτε μου έστελνες τραγούδια
μέσα σε λουλούδια
και γαλάζια γράμματα,
κι εγώ είχα πιστέψει
πως με κάθε σου λέξη
μπορώ να κάνω θαύματα.
Μετά ήρθες κοντά μου
και ψιθύριζες στα αφτιά μου,
να μην ξεχάσω αυτή τη φωνή,
κι είχες καταφέρει
να με έχεις στο χέρι·
δέλεαρ δεινόν ηδονή...
Τώρα σε γνωρίζω
μόνο από την κόψη,
όλα τ’ άλλα πέθαναν.
Κούρασε το αστείο,
έξω κάνει κρύο
κι αύριο... σχολείο.
Μα είναι ακόμα κάτι
που με κυριέυει,
βαρύ σαν μπότα των SS,
εκείνο το “Ciao ragazzi!
Volete un fiore?”
και... Bonjour tristesse...
…θα σε περιμένω
δίπλα στα σκουπίδια
μετά το τελευταίο δημοψήφισμα.
Κι αν πανηγυρίζουν,
θά ’ναι όλοι χαμένοι
πλην του δικού μας τίποτα.
Κάποιοι θα χορεύουν,
κάποιοι θα μαζεύουν
τα χαμένα ΟΧΙ τους,
μα σ’ ένα ατέλειωτο μπελ κάντο
θέλω να χαθώ
έτσι απλά εγώ...
|
||||
10. |
Ἡ πιό Τρελλή Πρωτομαγιά
06:36
|
|||
Περπατούσα στα λουλούδια όταν κατάλαβα
πως δε γελάω πια όπως γελούσαμε μαζί,
έχω μόνιμα μια θλίψη στο καπέλο μου
και η φύση γύρω μου σε κλίμακα του γκρι.
Πατημένα περιττώματα στον κήπο μου,
μου λες πως θά ’ρθεις και ανθίζουνε κι αυτά.
Αυτό που ονόμασα υγεία είναι ένας θάνατος·
θέλω πίσω την αρρώστια σου, μωρό μου.
Εκεί που πάω να κοιμηθώ
πέφτεις σαν πέτρα απ’ το βουνό
που με χτυπάει και μου θυμίζει ότι ζω.
Περπατούσα στην Αθήνα όταν κατάλαβα
πως δεν περνάω πια όπως περνούσαμε μαζί.
Σε κάθε στάση του μετρό, σ’ όλα τα πρόσωπα
που προσπερνάω εμφανίζεσαι εσύ.
Κι όσο στραβώνουν οι γραμμές μας τόσο νιώθω πως
πλησιάζει αυτή η πιο τρελλή Πρωτομαγιά,
που η ψύχρα του νεκροταφείου
θά ’χει μια θαλπωρή σχολείου,
παιδιά θα τρέχουν με στεφάνια στα μαλλιά.
|
||||
11. |
Ἡ Ἐξαφάνισίς του
03:26
|
|||
Στις σκοτεινές καταχωρίσεις μιας λίστας ερπετών
είδα γραμμένα ονόματα παλιών συμμαθητών.
Βαθύ το κράτος του μυαλού, σε διά βίου δικτατορία·
ό,τι κι αν λένε οι υλιστές, μόνο του γράφει ιστορία.
Κάποτε άκουσα φωνή γυναίκας πίσω από πορτόνι
που μου είπε «Εδώ είναι το μεταίχμιο που όσο ζεις θα σε στοιχειώνει·
εδώ είναι η ανάδελφη Μορφή, η ερμαφρόδιτη Αμφιλύκη,
ένα αποτρόπαιο έγκλημα που αιώνες μένει δίχως δίκη».
Έμεινα εκεί από παιδί και σ’ ένα χρόνο είμαι 40·
ο κύκλος άνοιξε νωρίς, νομίζω έζησα τα πάντα...
Λένε πως επαναλαμβάνομαι, μα εγώ ακόμα καυλώνω όταν γράφω
για έναν κρυφό Πολιτισμό που όσο υπάρχει θα υπάρχω.
Κι όταν θα είναι οριστική η εξαφάνισίς Του
και αμετακλήτως φθίνουσα η στάθμη της φωνής Του,
νά ’ναι το πένθος θα ’θελα ολάνθιστο ένα ρήγμα
και η άρσις του αποκλεισμού, για μας το μόνο πλήγμα.
|
||||
12. |
||||
H Κεϋλάνη ήταν ένας επίγειος παράδεισος
πριν ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Ταμίλ, που έχει διαλύσει τη χώρα.
Μια γιορτή η ζωή μου θα μπορούσε νά ’τανε,
αν ήσουνα εσύ στην αγκαλιά μου τώρα.
Και σε πλησιάζω, και με πλησιάζεις -
λέω «είσαι εσύ!», μα εσύ αλλάζεις...
Κάποιος σε μια δίνη μ’ έχει ρίξει·
πριν κλείσει ο κύκλος, άλλος έχει ανοίξει.
Πόσο φως ακόμα στα τραγούδια
πρέπει να χυθεί για να σε βρω;...
Θεέ μου, σε ποια δίνη μ’ έχεις ρίξει;
Τη Γη παρακαλώ ν’ ανοίξει.
Πόσο δηλητήριο στις σελίδες
πρέπει να χυθεί για να χαθώ;...
Κι όλο σε ψάχνω, κι όλο με ψάχνεις,
δεν έχει τέλος το παιχνίδι αυτό...
Στο Νεπάλ το ’79 είχαν ανοίξει τα σύνορα προ εξα-
μήνου, κι ο πρέσβης του Νέου Δελχί ήταν διαπιστευμένος και στο Κατμαντού
(για λόγους οικονομίας δεν είχε πρεσβεία ξεχωριστή).
Μια γιορτή η ζωή της θα μπορούσε νά ’τανε,
θα ήταν μαζί μου παντού, θα ήμουν μαζί της παντού.
Ναι, την αγκαλιάζω, και μ’ αγκαλιάζει!
Λέει «είναι αυτός!», μα αυτός αλλάζει...
Κάτι μαγικό την έχει δέσει·
μέσα της κανείς δε θα χωρέσει.
Πόσος ήλιος πάνω στα λουλούδια
πρέπει να χυθεί για να τα δει;...
Κάποιος στο κατάρτι ας τη δέσει!
Τον ουρανό παρακαλεί να πέσει
και το δηλητήριο απ’ τις σελίδες
στο αίμα της φτάνει· έχει πεθάνει...
Μ’ ακόμα την ψάχνω, κι ακόμα με ψάχνει,
και δεν τελειώνει (ποτέ) το αστείο αυτό...
Κυματοθραύστες, κυματοθραύστες...
Άλλο πας να πεις και άλλο λες...
|
Τα Παιδιά της Παλαιότητας Corfu, Greece
Το καλοκαίρι του 2013 πραγματοποιήθηκαν πίσω από τα ενετικά τείχη της Κέρκυρας οι ζυμώσεις που θα έθεταν τη βάση για τη
δημιουργία του σχήματος που έμελλε να αποτελέσει τη μετεξέλιξη των Κόρε. Ύδρο.
[Περισσότερα εδώ: ptp.anousia.gr/bio]
... more
Contact Τα Παιδιά της Παλαιότητας
Streaming and Download help
Τα Παιδιά της Παλαιότητας recommends:
If you like Τα Παιδιά της Παλαιότητας, you may also like: